οκτωκαιεικοσαετηρίς

οκτωκαιεικοσαετηρίς
ὀκτωκαιεικοσαετηρίς, ἡ (Μ)
κύκλος, περίοδος είκοσι οκτώ ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + -ετηρίς (< ἐτήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”